Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
δικόλουρος
δίκολπος
δικολύμης
δικομαχέω
δικομήτρα
View word page
δικοδίφης
one who grubs for lawsuits
ShortDef
one who grubs for lawsuits
Debugging
Headword:
δικοδίφης
Headword (normalized):
δικοδίφης
Headword (normalized/stripped):
δικοδιφης
IDX:
22931
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22932
Key:
Data
{'content': 'one who grubs for lawsuits'}