Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
δικολόγος
View word page
δίκληρος
occupying the space of two

ShortDef

occupying the space of two

Debugging

Headword:
δίκληρος
Headword (normalized):
δίκληρος
Headword (normalized/stripped):
δικληρος
IDX:
22926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22927
Key:

Data

{'content': 'occupying the space of two'}