Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
δίκοκκος
δικόλλυβος
δικολογέω
δικολογία
View word page
δικίδιον
a little trial
ShortDef
a little trial
Debugging
Headword:
δικίδιον
Headword (normalized):
δικίδιον
Headword (normalized/stripped):
δικιδιον
IDX:
22925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22926
Key:
Data
{'content': 'a little trial'}