Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
δικογράφος
δικοδίφης
View word page
δικήγορος
advocate

ShortDef

advocate

Debugging

Headword:
δικήγορος
Headword (normalized):
δικήγορος
Headword (normalized/stripped):
δικηγορος
IDX:
22921
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22922
Key:

Data

{'content': 'advocate'}