Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
δικογραφία
δικογραφικῶς
View word page
δικέω
mulct

ShortDef

mulct

Debugging

Headword:
δικέω
Headword (normalized):
δικέω
Headword (normalized/stripped):
δικεω
IDX:
22919
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22920
Key:

Data

{'content': 'mulct'}