Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
δικλίς
View word page
δίκερως
two-horned

ShortDef

two-horned

Debugging

Headword:
δίκερως
Headword (normalized):
δίκερως
Headword (normalized/stripped):
δικερως
IDX:
22917
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22918
Key:

Data

{'content': 'two-horned'}