Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
δίκληρος
View word page
δίκερκος
with two tails

ShortDef

with two tails

Debugging

Headword:
δίκερκος
Headword (normalized):
δίκερκος
Headword (normalized/stripped):
δικερκος
IDX:
22916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22917
Key:

Data

{'content': 'with two tails'}