Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
δικηφόρος
δικίδιον
View word page
δικέρατος
two-horned

ShortDef

two-horned

Debugging

Headword:
δικέρατος
Headword (normalized):
δικέρατος
Headword (normalized/stripped):
δικερατος
IDX:
22915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22916
Key:

Data

{'content': 'two-horned'}