Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
δίκηλος
δίκησις
View word page
δικέραιος
two-horned, two-pointed

ShortDef

two-horned, two-pointed

Debugging

Headword:
δικέραιος
Headword (normalized):
δικέραιος
Headword (normalized/stripped):
δικεραιος
IDX:
22913
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22914
Key:

Data

{'content': 'two-horned, two-pointed'}