Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
δίκη
δικήγορος
View word page
δίκεντρος
with two stings
ShortDef
with two stings
Debugging
Headword:
δίκεντρος
Headword (normalized):
δίκεντρος
Headword (normalized/stripped):
δικεντρος
IDX:
22911
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22912
Key:
Data
{'content': 'with two stings'}