Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
δικέω
View word page
δικελλίτης
a digger

ShortDef

a digger

Debugging

Headword:
δικελλίτης
Headword (normalized):
δικελλίτης
Headword (normalized/stripped):
δικελλιτης
IDX:
22909
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22910
Key:

Data

{'content': 'a digger'}