Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
δίκερως
δικέφαλος
View word page
δίκελλα
a mattock, a two-pronged hoe
ShortDef
a mattock, a two-pronged hoe
Debugging
Headword:
δίκελλα
Headword (normalized):
δίκελλα
Headword (normalized/stripped):
δικελλα
IDX:
22908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22909
Key:
Data
{'content': 'a mattock, a two-pronged hoe'}