Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικαστέον
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
δίκερκος
View word page
δικαυλέω
have two stems

ShortDef

have two stems

Debugging

Headword:
δικαυλέω
Headword (normalized):
δικαυλέω
Headword (normalized/stripped):
δικαυλεω
IDX:
22906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22907
Key:

Data

{'content': 'have two stems'}