Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικαστεία
δικαστέον
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
δίκερας
δικέρατος
View word page
δικατάληκτος
having two
ShortDef
having two
Debugging
Headword:
δικατάληκτος
Headword (normalized):
δικατάληκτος
Headword (normalized/stripped):
δικαταληκτος
IDX:
22905
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22906
Key:
Data
{'content': 'having two'}