Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
δικέραιος
View word page
δικάστρια
a she-judge

ShortDef

a she-judge

Debugging

Headword:
δικάστρια
Headword (normalized):
δικάστρια
Headword (normalized/stripped):
δικαστρια
IDX:
22903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22904
Key:

Data

{'content': 'a she-judge'}