Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
δίκεντρος
δικέντρων
View word page
δικαστοφιλακέω
to be a member of the bodyguard of a jury

ShortDef

to be a member of the bodyguard of a jury

Debugging

Headword:
δικαστοφιλακέω
Headword (normalized):
δικαστοφιλακέω
Headword (normalized/stripped):
δικαστοφιλακεω
IDX:
22902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22903
Key:

Data

{'content': 'to be a member of the bodyguard of a jury'}