Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
δίκελλα
δικελλίτης
δικέντητον
View word page
δικαστής
a judge
ShortDef
a judge
Debugging
Headword:
δικαστής
Headword (normalized):
δικαστής
Headword (normalized/stripped):
δικαστης
IDX:
22900
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22901
Key:
Data
{'content': 'a judge'}