Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
δικατάληκτος
δικαυλέω
δικεῖν
View word page
δικαστηριακός
connected with law-courts

ShortDef

connected with law-courts

Debugging

Headword:
δικαστηριακός
Headword (normalized):
δικαστηριακός
Headword (normalized/stripped):
δικαστηριακος
IDX:
22897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22898
Key:

Data

{'content': 'connected with law-courts'}