Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
δικαστοφιλακέω
δικάστρια
δικαστύς
View word page
δικασταγωγός
official who escorted foreign

ShortDef

official who escorted foreign

Debugging

Headword:
δικασταγωγός
Headword (normalized):
δικασταγωγός
Headword (normalized/stripped):
δικασταγωγος
IDX:
22894
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22895
Key:

Data

{'content': 'official who escorted foreign'}