Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικανικός
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
δικαστέον
δικαστηριακός
δικαστηρίδιον
δικαστήριον
δικαστής
δικαστικός
View word page
δικασπολέω
judge

ShortDef

judge

Debugging

Headword:
δικασπολέω
Headword (normalized):
δικασπολέω
Headword (normalized/stripped):
δικασπολεω
IDX:
22891
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22892
Key:

Data

{'content': 'judge'}