Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικαμπής
δικαμπίας
δικανικός
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
δικαστεία
View word page
δίκαρπος
bearing two crops
ShortDef
bearing two crops
Debugging
Headword:
δίκαρπος
Headword (normalized):
δίκαρπος
Headword (normalized/stripped):
δικαρπος
IDX:
22885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22886
Key:
Data
{'content': 'bearing two crops'}