Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίκαιρον
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικαμπής
δικαμπίας
δικανικός
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
δικασταγωγός
View word page
δικαρπέω
bear two crops
ShortDef
bear two crops
Debugging
Headword:
δικαρπέω
Headword (normalized):
δικαρπέω
Headword (normalized/stripped):
δικαρπεω
IDX:
22884
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22885
Key:
Data
{'content': 'bear two crops'}