Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικαιόω
δίκαιρον
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικαμπής
δικαμπίας
δικανικός
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
δικασία
δικάσιμος
δίκασις
δικασκόποι
δικασμός
δικασπολέω
δικασπολία
δικασπόλος
View word page
δικάρηνος
two-headed

ShortDef

two-headed

Debugging

Headword:
δικάρηνος
Headword (normalized):
δικάρηνος
Headword (normalized/stripped):
δικαρηνος
IDX:
22883
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22884
Key:

Data

{'content': 'two-headed'}