Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικαιοπραγητέον
δικαιοπραγία
δικαιοπραγμοσύνη
δίκαιος
δικαιοσύνη
Δικαιόσυνος
δικαιότης
δικαιοφανής
δικαιόω
δίκαιρον
δικαίωμα
δικαίωσις
δικαιωτήριον
δικαιωτής
δικαμπής
δικαμπίας
δικανικός
δικάρδιος
δικάρηνος
δικαρπέω
δίκαρπος
View word page
δικαίωμα
an act by which wrong is set right
ShortDef
an act by which wrong is set right
Debugging
Headword:
δικαίωμα
Headword (normalized):
δικαίωμα
Headword (normalized/stripped):
δικαιωμα
IDX:
22875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22876
Key:
Data
{'content': 'an act by which wrong is set right'}