Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
Δικαιόπολις
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
δικαιοπράγημα
δικαιοπραγής
δικαιοπραγητέον
δικαιοπραγία
δικαιοπραγμοσύνη
δίκαιος
δικαιοσύνη
Δικαιόσυνος
δικαιότης
δικαιοφανής
View word page
δικαιοπραγέω
to act honestly

ShortDef

to act honestly

Debugging

Headword:
δικαιοπραγέω
Headword (normalized):
δικαιοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
δικαιοπραγεω
IDX:
22862
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22863
Key:

Data

{'content': 'to act honestly'}