Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δικάζω
δικαιάδικος
Δικαίαρχος
δικαϊκός
Δικαιογένης
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
δικαιολογία
δικαιολογικός
δικαιολόγος
δικαιόμετρον
δικαιονόμος
δικαιοποιέω
Δικαιόπολις
δικαιόπολις
δικαιοπραγέω
View word page
δικαιολογέομαι
to plead one's cause before the judge
ShortDef
to plead one's cause before the judge
Debugging
Headword:
δικαιολογέομαι
Headword (normalized):
δικαιολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
δικαιολογεομαι
IDX:
22852
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22853
Key:
Data
{'content': "to plead one's cause before the judge"}