Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διϊσχυριστέον
Διισωτήρια
διϊτέον
διιτέος
διϊτικός
διΐφιλος
διϊχνεύω
δίκα
δικαδία
δικάζω
δικαιάδικος
Δικαίαρχος
δικαϊκός
Δικαιογένης
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
δικαιολόγητον
View word page
δικαιάδικος
one neither just nor unjust
ShortDef
one neither just nor unjust
Debugging
Headword:
δικαιάδικος
Headword (normalized):
δικαιάδικος
Headword (normalized/stripped):
δικαιαδικος
IDX:
22843
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22844
Key:
Data
{'content': 'one neither just nor unjust'}