Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
Διισωτήρια
διϊτέον
διιτέος
διϊτικός
διΐφιλος
διϊχνεύω
δίκα
δικαδία
δικάζω
δικαιάδικος
Δικαίαρχος
δικαϊκός
Δικαιογένης
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοκρισία
δικαιοκρίτης
δικαιολογέομαι
View word page
δικάζω
to judge, to give judgment on

ShortDef

to judge, to give judgment on

Debugging

Headword:
δικάζω
Headword (normalized):
δικάζω
Headword (normalized/stripped):
δικαζω
IDX:
22842
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22843
Key:

Data

{'content': 'to judge, to give judgment on'}