Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
Διισωτήρια
διϊτέον
διιτέος
διϊτικός
διΐφιλος
διϊχνεύω
δίκα
δικαδία
δικάζω
δικαιάδικος
Δικαίαρχος
δικαϊκός
Δικαιογένης
δικαιοδοσία
δικαιοδοτέω
δικαιοδότης
δικαιοκρισία
View word page
δίκα
justice
ShortDef
justice
Debugging
Headword:
δίκα
Headword (normalized):
δίκα
Headword (normalized/stripped):
δικα
IDX:
22840
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22841
Key:
Data
{'content': 'justice'}