Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διιστέος
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
Διισωτήρια
διϊτέον
διιτέος
διϊτικός
διΐφιλος
διϊχνεύω
δίκα
δικαδία
δικάζω
δικαιάδικος
Δικαίαρχος
δικαϊκός
Δικαιογένης
View word page
διιτέος
one must go through

ShortDef

one must go through

Debugging

Headword:
διιτέος
Headword (normalized):
διιτέος
Headword (normalized/stripped):
διιτεος
IDX:
22836
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22837
Key:

Data

{'content': 'one must go through'}