Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διϊσθμίζω
διϊστέον
διιστέος
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
Διισωτήρια
διϊτέον
διιτέος
διϊτικός
διΐφιλος
View word page
διϊστορέω
relate

ShortDef

relate

Debugging

Headword:
διϊστορέω
Headword (normalized):
διϊστορέω
Headword (normalized/stripped):
διιστορεω
IDX:
22828
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22829
Key:

Data

{'content': 'relate'}