Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διϊσθμίζω
διϊστέον
διιστέος
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
Διισωτήρια
διϊτέον
διιτέος
διϊτικός
View word page
διΐστημι
set apart, separate

ShortDef

set apart, separate

Debugging

Headword:
διΐστημι
Headword (normalized):
διΐστημι
Headword (normalized/stripped):
διιστημι
IDX:
22827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22828
Key:

Data

{'content': 'set apart, separate'}