Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διϊσθμίζω
διϊστέον
διιστέος
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
Διισωτήρια
διϊτέον
View word page
διϊστέον
one must learn

ShortDef

one must learn

Debugging

Headword:
διϊστέον
Headword (normalized):
διϊστέον
Headword (normalized/stripped):
διιστεον
IDX:
22825
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22826
Key:

Data

{'content': 'one must learn'}