Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διϊσθμίζω
διϊστέον
διιστέος
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
διϊσχναίνω
διϊσχυριείω
διϊσχυρίζομαι
διϊσχυριστέον
View word page
διϊππεύω
ride through

ShortDef

ride through

Debugging

Headword:
διϊππεύω
Headword (normalized):
διϊππεύω
Headword (normalized/stripped):
διιππευω
IDX:
22823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22824
Key:

Data

{'content': 'ride through'}