Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διϊσθμίζω
διϊστέον
διιστέος
διΐστημι
διϊστορέω
διϊσχάνω
διϊσχναίνω
View word page
διιπετής2
hovering in air

ShortDef

fallen from Zeus
hovering in air

Debugging

Headword:
διιπετής2
Headword (normalized):
διιπετής
Headword (normalized/stripped):
διιπετης2
IDX:
22820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22821
Key:

Data

{'content': 'hovering in air'}