Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διϊσθμίζω
διϊστέον
View word page
διϊκμάω
winnow thoroughly

ShortDef

winnow thoroughly

Debugging

Headword:
διϊκμάω
Headword (normalized):
διϊκμάω
Headword (normalized/stripped):
διικμαω
IDX:
22815
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22816
Key:

Data

{'content': 'winnow thoroughly'}