Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
διϊσθμίζω
View word page
διϊκμάζω
moisten
ShortDef
moisten
Debugging
Headword:
διϊκμάζω
Headword (normalized):
διϊκμάζω
Headword (normalized/stripped):
διικμαζω
IDX:
22814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22815
Key:
Data
{'content': 'moisten'}