Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
διϊππεύω
View word page
διιθύνω
to direct by steering

ShortDef

to direct by steering

Debugging

Headword:
διιθύνω
Headword (normalized):
διιθύνω
Headword (normalized/stripped):
διιθυνω
IDX:
22813
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22814
Key:

Data

{'content': 'to direct by steering'}