Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
διΐππευσις
View word page
διΐημι
drive, thrust through (a weapon); disband (an army)

ShortDef

drive, thrust through (a weapon); disband (an army)

Debugging

Headword:
διΐημι
Headword (normalized):
διΐημι
Headword (normalized/stripped):
διιημι
IDX:
22812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22813
Key:

Data

{'content': 'drive, thrust through (a weapon); disband (an army)'}