Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
διϊππασία
View word page
διϊδρόω
transude
ShortDef
transude
Debugging
Headword:
διϊδρόω
Headword (normalized):
διϊδρόω
Headword (normalized/stripped):
διιδροω
IDX:
22811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22812
Key:
Data
{'content': 'transude'}