Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
Δίϊος
διιπετής
διιπετής2
View word page
δίϊδρος
perspiring
ShortDef
perspiring
Debugging
Headword:
δίϊδρος
Headword (normalized):
δίϊδρος
Headword (normalized/stripped):
διιδρος
IDX:
22810
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22811
Key:
Data
{'content': 'perspiring'}