Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
δίϊδρος
διϊδρόω
διΐημι
διιθύνω
διϊκμάζω
διϊκμάω
διϊκνέομαι
δίϊξις
View word page
δίθυρος
with two doors
ShortDef
with two doors
Debugging
Headword:
δίθυρος
Headword (normalized):
δίθυρος
Headword (normalized/stripped):
διθυρος
IDX:
22807
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22808
Key:
Data
{'content': 'with two doors'}