Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
διθυραμβοχώνα
διθυραμβώδης
δίθυρος
δίθυρσον
διίαμβος
δίϊδρος
διϊδρόω
View word page
διθυραμβοδιδάσκαλος
the dithyrambic poet who taught his own chorus
ShortDef
the dithyrambic poet who taught his own chorus
Debugging
Headword:
διθυραμβοδιδάσκαλος
Headword (normalized):
διθυραμβοδιδάσκαλος
Headword (normalized/stripped):
διθυραμβοδιδασκαλος
IDX:
22801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22802
Key:
Data
{'content': 'the dithyrambic poet who taught his own chorus'}