Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
διθύραμβος
View word page
δίθροος
redoubled
ShortDef
redoubled
Debugging
Headword:
δίθροος
Headword (normalized):
δίθροος
Headword (normalized/stripped):
διθροος
IDX:
22794
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22795
Key:
Data
{'content': 'redoubled'}