Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
διθυραμβοποιός
View word page
δίθρονος
two-throned

ShortDef

two-throned

Debugging

Headword:
δίθρονος
Headword (normalized):
δίθρονος
Headword (normalized/stripped):
διθρονος
IDX:
22793
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22794
Key:

Data

{'content': 'two-throned'}