Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
διθυραμβέω
διθυραμβικός
διθυραμβογενής
διθυραμβογράφος
διθυραμβοδιδάσκαλος
διθυραμβοποιητική
View word page
δίθηκτος
two-edged
ShortDef
two-edged
Debugging
Headword:
δίθηκτος
Headword (normalized):
δίθηκτος
Headword (normalized/stripped):
διθηκτος
IDX:
22792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22793
Key:
Data
{'content': 'two-edged'}