Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
δίθυμος
View word page
διηυκρινημένως
carefully, exactly

ShortDef

carefully, exactly

Debugging

Headword:
διηυκρινημένως
Headword (normalized):
διηυκρινημένως
Headword (normalized/stripped):
διηυκρινημενως
IDX:
22786
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22787
Key:

Data

{'content': 'carefully, exactly'}