Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
διθυμία
View word page
διηρθρωμένως
articulately, distinctly

ShortDef

articulately, distinctly

Debugging

Headword:
διηρθρωμένως
Headword (normalized):
διηρθρωμένως
Headword (normalized/stripped):
διηρθρωμενως
IDX:
22785
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22786
Key:

Data

{'content': 'articulately, distinctly'}