Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
δίθροος
View word page
διήρης
double
ShortDef
double
Debugging
Headword:
διήρης
Headword (normalized):
διήρης
Headword (normalized/stripped):
διηρης
IDX:
22784
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22785
Key:
Data
{'content': 'double'}