Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διήλυσις
διημαρτημένως
διημερεύω
διήμερον
διημερόω
διήμισυς
διηνεκής
διήνεμος
διηπειρόω
διηρεφής
διῃρημένως
διήρης
διηρθρωμένως
διηυκρινημένως
διηχέω
διηχής
διηχητικός
διθάλασσος
δίθαλλος
δίθηκτος
δίθρονος
View word page
διῃρημένως
separately
ShortDef
separately
Debugging
Headword:
διῃρημένως
Headword (normalized):
διῃρημένως
Headword (normalized/stripped):
διηρημενως
IDX:
22783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-22784
Key:
Data
{'content': 'separately'}